πλευρόνημα

πλευρόνημα
το, Ν
ζωολ.
γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων, κοινών στα έλη, με μια πλατιά κυματιστή ασύμμετρη μεμβράνη, που σχηματίζει θύλακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuronema < πλευρά + νήμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”